ξεσκονιστής

ξεσκονιστής
ο, θηλ. -ίστρα [ξεσκονίζω]
1. αυτός που ξεσκονίζει
2. το θηλ. σκούπα με μακρύ κοντάρι για το ξεσκόνισμα τών τοίχων και τού ταβανιού
3. μτφ. (ιδίως το θηλ.) κόλακας («αυτός είναι μεγάλη ξεσκονίστρα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”